- σφάλματα
- σφάλμαtripneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφάλματ' — σφάλματα , σφάλμα trip neut nom/voc/acc pl σφάλματι , σφάλμα trip neut dat sg σφάλματε , σφάλμα trip neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
σφάλμα — το, ΝΜΑ [σφάλλω] παράπτωμα, λάθος (α. «δεν ομολογεί ποτέ το σφάλμα του» β. «πᾱν πρῆγμα τίκτει σφάλματα, ἐκ τῶν ζημίαι μεγάλαι φιλέουσι γίνεσθαι», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αβλεψία, ανακρίβεια («ο λόγος του είναι γεμάτος φραστικά σφάλματα») 2. μαθημ. η… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
αλάθητο — Η λέξη προέρχεται από το στερητικό α και το ρήμα λανθάνω και σημαίνει τη δυνατότητα να μην κάνει κανείς σφάλματα, να μη λαθεύει, να μη σφάλλει. α. της Εκκλησίας. Διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της ιερής παράδοσης, σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία … Dictionary of Greek
ανορθόγραφος — η, ο και ανορθόγραφος, ο 1. αυτός που κάνει ορθογραφικά σφάλματα 2. (με παθ. σημ.) αυτός που περιέχει ορθογραφικά σφάλματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] … Dictionary of Greek
φιλοβαρβαρίζω — Α χαίρομαι με τους βαρβαρισμούς, με τα γλωσσικά σφάλματα κατά την ομιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βαρδαρίζω «μιλώ σαν βάρβαρος, κάνω γλωσσικά σφάλματα» (< βάρβαρος)] … Dictionary of Greek
εγγραφής, συσκευές ή εγγραφείς — Συσκευές ικανές να απεικονίσουν πάνω σε χάρτινη ταινία ένα φυσικό μέγεθος που έχει μετρηθεί από αυτές. Για τον σκοπό αυτό διαθέτουν γραφίδα που χαράσσει μία γραμμή, η οποία αναπαριστά την πορεία του μετρούμενου μεγέθους σε συνάρτηση με τον χρόνο … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek